δακτυλοδεικτώ

δακτυλοδεικτώ
φέρνω κάποιον ως παράδειγμα. Χρησιμοποιείται κυρίως η μετοχή δακτυλοδεικτούμενος άνθρωπος παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή: Ο γιος του είναι ένας δακτυλοδεικτούμενος εγκληματίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δακτυλοδεικτώ — (AM δακτυλοδεικτῶ, έω) δείχνω με το δάχτυλο νεοελλ. 1. προβάλλω ως παράδειγμα για μίμηση ή αποφυγή 2. (μτχ. παθ. ενεστ.) δακτυλοδεικτούμενος, η, ο όποιος επισύρει την προσοχή για κάποιον καλό ή κακό λόγο αρχ. δείχνω, συμβολίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλίζω — (AM) [δάκτυλος] μσν. παθ. δακτυλίζομαι γίνομαι δάκτυλος («ἵνα δακτυλισθῆ ό τρίβραχυς πούς» για να μετατραπεί ο τρίβραχυς σε δάκτυλο) αρχ. δακτυλίζω δακτυλοδεικτώ …   Dictionary of Greek

  • καταδακτυλίζω — (Α) (για παιδεραστές) βάζω το μεσαίο δάχτυλο στον πρωκτό κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δακτυλίζω «δακτυλοδεικτώ» (< δάκτυλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”